- λουσιφερυλ-αδενυλικός
- -ή, -όφρ. «λουσιφερυλ-αδενυλικό οξύ»(βιοχ.) ένωση που σχηματίζεται κατά το πρώτο στάδιο τών ενζυμικών χημικών αντιδράσεων τού βιοφωσφορισμού από ένα μόριο λουκιφερίνης και ένα μόριο αδενοσινοτριφωσφορικού οξέος.
Dictionary of Greek. 2013.